- πρωτενίαυτος
- -ον, Α1. αυτός που γίνεται κατά το πρώτο έτος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρωτενίαυτοντο πρώτο έτος («τὸ πρώτενίαυτον τῆς λιτουργησίας», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + ἐνιαυτός «χρόνος, έτος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… … Dictionary of Greek